κολπώματος

κολπώματος
κόλπωμα
bellying
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κολποτομία — η ιατρ. διάνοιξη τού κόλπου στο επίπεδο τού οπίσθιου θόλου του, η οποία επιτρέπει την προσπέλαση τού ευθυμητρικού κολπώματος τού περιτοναίου, συνήθως για την εκκένωση μιας πυώδους ή αιματικής συλλογής τής ελάσσονος πυέλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”